αλλαξο- — Γλωσσ. α συνθετικό ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων τής Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα, που συνδέεται ετυμολογικά με το ρήμα αλλάζω*. Το αλλαξο ως α συνθετικό δηλώνει συνήθως την έννοια τής «αλλαγής, μεταβολής, αντικατάστασης,… … Dictionary of Greek
άμειψι- — ἄμειψι (Α) ά συνθετικό λέξεων τής αρχαίας Ελληνικής, που ετυμολογικά προέρχεται από το θέμα αορίστου ἤμειψα τού ρημ. ἄμείβω «αλλάσσω, ανταλλάσσω, μεταβάλλω». Στις λέξεις προσδίδει συνήθως τη σημασία «τής αλλαγής, τής μεταβολής, τής… … Dictionary of Greek
αλλάζω — (Α ἀλλάσσω, αττ. ἀλλάττω και διαλεκτικά ἀλλάζω) Ι. (μτβ.) 1. κάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι ήταν μέχρι τώρα, μεταβάλλω, αλλοιώνω, διαφοροποιώ 2. (αρχ. και μεσ.) δίνω ή παίρνω κάτι με αντάλλαγμα, ανταλλάσσω, κάνω ανταλλαγή 3. αντικαθιστώ,… … Dictionary of Greek
αλλαξοβασιλίκι — το 1. η μεταβολή τής πολιτικής καταστάσεως μιας χώρας 2. η έλευση τής βασιλείας τού Αντίχριστου. [ΕΤΥΜΟΛ. άλλαξο * + βασιλίκι] … Dictionary of Greek
αλλαξοβρόχι — το μεταβολή τού καιρού προς τη βροχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλαξο * + βροχή] … Dictionary of Greek
αλλαξογλωσσία — η η αλλαγή τής γλώσσας, βαθμιαία και ασυναίσθητη αποβολή τής μητρικής γλώσσας με την εκμάθηση ξένης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλαξο * + γλώσσα] … Dictionary of Greek
αλλαξογνωμώ — ( έω) αλλάζω γνώμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλαξο * + γνώμη] … Dictionary of Greek
αλλαξοδρομιά — η (για πλοίο) αλλαγή πορείας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλαξο * + δρόμος] … Dictionary of Greek
αλλαξοδρομώ — ( έω) αλλάζω δρόμο, μεταβάλλω πορεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλαξο * + δρόμος] … Dictionary of Greek
αλλαξοεθνία — η αλλαγή εθνικότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλαξο * + έθνος] … Dictionary of Greek